- εὐογκία
- εὐογκ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A being moderate in bulk,
εὐ. ἀσφαλέστερον μεγαλογκίης Democr.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐ. ἀσφαλέστερον μεγαλογκίης Democr.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.